Η οξεία περικαρδίτιδα, δηλαδή η φλεγμονή  του περικαρδίου, που είναι ο ελαστικός χιτώνας που περιβάλλει την καρδιά, είναι μια συχνή συνοδευτική κατάσταση των κοινών ιογενών λοιμώξεων. Ευτυχώς μόνο σε πολύ λίγες περιπτώσεις η περικαρδίτιδα μπορεί να συνοδεύεται και από μυοκαρδίτιδα (μυο-περικαρδίτιδα) με συνοδό αύξηση της τροπονίνης. Στη πρόσφατη πανδημία COVID η οξεία περικαρδίτιδα έγινε πιο ευρέως γνωστή αφού συνδέθηκε τόσο με τον SARS- CoV-2 όσο και με τη χορήγηση των εμβολίων έναντι του COVID.

Η υποτροπιάζουσα περικαρδίτιδα αποτελεί την πιο συχνή και προβληματική για ασθενείς και θεράποντες γιατρούς επιπλοκή της οξείας περικαρδίτιδας. Παρατηρείται στο 15%-30% των ασθενών ύστερα από ένα πρώτο επεισόδιο οξείας περικαρδίτιδας. Σε αρκετές περιπτώσεις ακολουθούν και μεταγενέστερες υποτροπές, ενώ σε ανθεκτικές περιπτώσεις η μέση διάρκεια νόσου μπορεί να υπερβεί τα 4 έτη.

Η νόσος εκδηλώνεται με υποτροπιάζοντα πόνο στο στήθος που επιδεινώνεται με την εισπνοή και την κατάκλιση. Στις περισσότερες περιπτώσεις συνοδεύεται από συλλογή υγρού γύρω από την καρδιά, ενώ αναγνωρίζεται από τον κλινικό ιατρό από το χαρακτηριστικό ηλεκτροκαρδιογράφημα και τα ακροαστικά ευρήματα από την καρδιά. Συχνά συνυπάρχει πυρετός και αίσθημα παλμών. Η νόσος προκαλείται κυρίως από ιογενείς λοιμώξεις καθώς και από διαταραχές στο ανοσοποιητικό σύστημα. Η αναγνώριση του υποκείμενου αιτίου είναι βασική προϋπόθεση για τη χορήγηση στοχευμένης θεραπείας.

Για τη διάγνωση, εκτός από τη λήψη ιστορικού, την ακρόαση, το ηλεκτροκαρδιογράφημα και το ηχωκαρδιογράφημα θα πρέπει να πραγματοποιείται βασικός αιματολογικός έλεγχος και κατά περίπτωση επιπρόσθετος έλεγχος με αξονική θώρακα, μαγνητική καρδιάς κ.λπ., ανάλογα με το κλινικό σενάριο.  Για τη θεραπεία της απαιτείται ανάπαυση στην οξεία φάση και χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και κολχικίνης.

Ανθεκτικότερες περιπτώσεις αντιμετωπίζονται με κορτιζόνη. Την τελευταία δεκαετία χρησιμοποιούνται και βιολογικοί παράγοντες που είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά και ασφαλή φάρμακα. Η πρόγνωση της νόσου, παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής, είναι καλή. Η παρακολούθηση αυτών των ασθενών ιδανικά θα πρέπει να γίνεται σε εξειδικευμένα κέντρα με εμπειρία στη διαχείριση της νόσου.

Ο Κώστας Τσιούφης είναι καθηγητής Καρδιολογίας ΕΚΠΑ – Α’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών

Related Posts