Το να τηρούνται οι νόμοι σε μια πολιτεία το πρώτο που δηλώνει είναι ότι λειτουργεί ικανοποιητικά το ένστικτο της συλλογικής επιβίωσης. Γίνεται τότε αντιληπτό ότι αν δεν δεχθούν τα άτομα να υπαχθούν σε διατάξεις που ορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους θα αρχίσουν να επιτίθενται το ένα στο άλλο, με τελικό αποτέλεσμα να εξασθενήσουν όλοι μαζί. Κανονικά πίσω από τον νόμο διακρίνεται η ιδέα του δημοσίου συμφέροντος. Στη χώρα μας αυτό που διακρίνεται είναι μόνο σκιές. Οι κάτοικοί της δυσκολεύονται να δεχθούν ότι οι νόμοι δεν είναι απόρροια της βούλησης «ορισμένων». Τους φαίνεται πως το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται είναι σημαδεμένο από υπολογισμούς, βλέψεις και σκοπιμότητες που κάθε άλλο παρά δικαιούνται να εκπροσωπούν το κοινωνικό σύνολο. Είμαστε λοιπόν τόσο καχύποπτοι ή τόσο οξυδερκείς;

Αλλά το ζήτημα δεν είναι αυτό. Πιθανόν ένας λαός να είναι τόσο καχύποπτος ώστε στο τέλος να χάνει και την όποια οξυδέρκειά του. Εκεί βρίσκεται το πρόβλημά μας. Στο ότι η πατροπαράδοτη δυσπιστία μας απέναντι στο κράτος και τους νόμους δεν έπαψε να κατατρώει τη συνείδησή μας. Της λέει να εξισώνει τον νομοταγή πολίτη με κάποιον που έχει λόγους να μη βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, καθώς φροντίζει υπερβολικά για την ασφάλειά του. Το μόνο που τον νοιάζει είναι να προστατεύονται τα κεκτημένα του. Ισως, με κόπο, να του αναγνωριστούν η σύνεση και η προσαρμοστικότητα. Δεν αξίζει όμως και να επαινεθεί για τη στάση του. Σε μια κοινωνία ανοιχτομάτηδων δεν επαινούνται οι εθελότυφλοι.

Αυτή η αντίληψη έχει διαβρώσει από τόσο παλιά και τόσο πολύ την Ελλάδα που είναι εξαιρετικά δύσκολο να την κάμψουν οι οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις. Ας σκεφτούμε τις πρόσφατες αποφάσεις του υπουργείου Δικαιοσύνης για τη σύντμηση του χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων στα δικαστήρια, για τον αναπροσδιορισμό των ποινών και την έκτισή τους. Χωρίς αμφιβολία είναι ενέργειες προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι μια εσπευσμένη αντίδραση της πολιτείας στην εξάπλωση της παραβατικότητας, της βίας, της εγκληματικότητας, και πάνω από όλα στην απελπιστική παγίωση ενός καθεστώτος εκκρεμότητας, όσον αφορά την αντιμετώπιση των κρουσμάτων. Προτού όμως φθάσουμε εκεί δεν θα έπρεπε να είχε γίνει αισθητή η αρρώστια που βασανίζει τον εθνικό οργανισμό μας; Το ότι θεωρούμε πως ο νόμος δεν είναι «με το μέρος μας» μας κάνει επιρρεπείς στο να τον ξεγελάσουμε ή να τον εξουδετερώσουμε, σε μία προσπάθεια – έστω και μισοσυνειδητή – να αντισταθμίσουμε τα οφέλη κάποιων ισχυρών και αδίστακτων. Είναι, άραγε, μόνο προκατάληψη απέναντι στον νόμο; Οχι, είναι και γνώση πικρή, σχηματισμένη από πολλές εμπειρίες. Ωστόσο, παραμένει μια γνώση μερική, που δεν προσφέρεται για γενικεύσεις, και δεν της πάει να κυκλοφορεί παντού με ύφος «λαϊκής σοφίας».

Απαιτείται, συνεπώς, να ξεφύγουμε απ’ αυτό το πλέγμα. Να δούμε πίσω από τον νόμο την ανάγκη να κρατιέται το κοινωνικό σύνολο σε συνοχή. Οταν ο νόμος επιβάλλει στους οδηγούς δικύκλων και στους συνεπιβάτες να φορούν τα κράνη τους και στην Ελλάδα μόνο το 85% των πρώτων και το 65% των δεύτερων το τηρούν (ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 95% και 97% αντιστοίχως), αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει, μήπως, ότι οι οδηγοί μεριμνούν καλύτερα για τον εαυτό τους απ’ ό,τι ο απρόσωπος και διαβλητός νομοθέτης; Το αντίθετο, βέβαια. Η κοινή λογική και μόνο μας δείχνει το αδιέξοδο: ένας πληθυσμός που θεωρεί ότι τον στριμώχνουν πολύ όταν του ζητούν να προφυλάξει την υγεία του, προφανώς είναι έτοιμος να τα τινάξει όλα στον αέρα, και το κράνος και τα μυαλά του, προκειμένου να αποδείξει ότι είναι ελεύθερος να το κάνει. Ο Ντοστογέφσκι μάς είχε προειδοποιήσει επ’ αυτού, όταν έγραφε πως υπάρχουν άνθρωποι – ή και λαοί, θα προσθέταμε – που μπορεί να πάνε πιο πέρα και από το να υποστούν το μηδέν. Φτάνουν ακόμη και να αγαπήσουν το μηδέν με μια πράξη θριαμβευτικής αυτοκαταστροφής.

Εκεί λοιπόν οδηγούμαστε; Δεν μπορούμε να το πούμε αυτό, και δεν μπορούμε γιατί σε μας λειτουργεί εσωτερικά ένας άλλος ανασχετικός παράγοντας. Δεν μας αφήνει να φθάσουμε στο χείλος του γκρεμού. Τι είναι; Είναι η απουσία του αισθήματος της ενοχής.

Στους Ελληνες – σε αντίθεση πρώτα από όλα προς τους Εβραίους – είναι δύσκολο να ριζώσει στην ψυχή η ενοχή αφού λείπουν από τον κόσμο τους οι αυστηροί και απρόσιτοι κριτές. Ο Θεός τους αφήνει πολύ μεγαλύτερα περιθώρια μεταστροφής απ’ ό,τι ο Θεός των προτεσταντών, αλλά και των καθολικών. Οσο για την αυθεντία και την ισχύ του Υπερεγώ, κι εδώ επίσης υπάρχουν διαφορές.

Στην Ελλάδα από τότε που οι Ερινύες έπαψαν να περιπολούν στον ψυχικό ορίζοντα των ανθρώπων, οι ηθικές εντολές πολύ σπάνια καταδιώκουν πραγματικά τους κριματισμένους. Η πιο συνηθισμένη αίσθηση είναι ότι αν δεν μαθευτεί το κακό που έκαναν, δεν υπάρχει το παραμικρό πρόβλημα. Οι τύψεις ας κατατρύχουν άλλους λαούς. Για μας διατίθενται πάντα οι ευκαιρίες που χαρίζουμε οι ίδιοι εμείς στον εαυτό μας. Αν το προτιμά κάποιος, μπορεί να μεταμεληθεί, αν όχι, μπορεί να συγκαλύψει τα πεπραγμένα του και να πορευθεί χωρίς ενοχλήσεις. Πορευόμαστε με ό,τι έχουμε. Μόνο υπό την πίεση μεγάλων γεγονότων – της απειλής από μια εισβολή εχθρών, ενός πολέμου, μιας φυσικής καταστροφής – είναι πιθανόν να μπούμε σε άλλη τροχιά. Η υπέρβαση του εαυτού μας δεν έρχεται από τα μέσα, έρχεται απ’ έξω. Αλλά αυτό, φυσικά, δεν μπορεί να συμβαίνει συχνά. Αν η ενοχή δούλευε περισσότερο μέσα μας, θα μπορούσε να φέρει, σε λιγότερο αραιά διαστήματα, νέες αποφάσεις, νέες κινήσεις εξυγίανσης. Δεν εννοούμε ότι πρέπει να φέρουμε συνεχώς ένα βάρος στην ψυχή και να αναρωτιόμαστε αν έχουμε φταίξει σε κάτι, αλλά ότι είναι γόνιμο να πιστεύουμε πως τα ελαττώματά μας διορθώνονται με τις κατάλληλες πράξεις μας.

Να όμως που εδώ σκοντάφτουμε στο μεγαλύτερο εμπόδιο. Είναι η απροθυμία όλων, της οικογένειας, του σχολείου και της πολιτείας ακόμη, να δείξουν αποφασιστικά στους νεότερους πως ένα λάθος, μια αδυναμία, μια παράλειψη είναι αναγκαίο να αποδοκιμάζονται. Οχι να καταστέλλονται και να τιμωρούνται πειθαρχικά με τον αυστηρότερο τρόπο, αλλά να λογίζονται ως πράγματα που βλάπτουν και που θα ήταν δυνατό να πάψουν να βλάπτουν. Πώς; Με την επανόρθωση, με τη μάθηση του σωστού, με την επίγνωση ότι από την ανοχή στην προχειρότητα, την αμέλεια ή τη δολιότητα δεν βγαίνει τίποτα καλό. Είναι πολλοί οι γονείς και οι δάσκαλοι που διστάζουν να αποδοκιμάσουν ευθέως τα παιδιά όταν κάνουν κάτι που ξέρουν πως δεν επιτρέπεται. Ανησυχούν μήπως με μια επίπληξη, με μια τιμωρία τα «τραυματίσουν». Ενδέχεται όμως να προκληθεί ένα άλλο τραύμα απ’ αυτήν την ανοχή. Είναι το τραύμα της ατιμωρησίας. Κατά βάθος το ανυπάκουο παιδί ή και το παιδί που εκμεταλλευόμενο την επιείκεια των πρεσβυτέρων παίζει τον ρόλο του μικρού, καπριτσιόζου και ασύδοτου «πριγκιπόπουλου», προσμένει να εκδηλωθεί από τη μεριά της Τάξης των μεγάλων μια επέμβαση. Αν δεν αντιδράσουν οι κηδεμόνες, θα συμπεράνει πως ο κόσμος μπροστά του τέτοιος είναι: ανεκτικός, πλαδαρός, δίχως σκελετό. Αλλά όταν μεγαλώσει, θα διαπιστώσει πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Οπως λέγεται, η ζωή θα του δώσει σκληρά μαθήματα. Γιατί όμως να μην πάρει το μάθημα από νωρίς; Γιατί να μην του πουν πως τα λάθη πάντα πληρώνονται; Συμπληρώνοντας όμως πως στον κόσμο δεν ερχόμαστε για να πληρώνουμε σφάλματα, ερχόμαστε για να φανερώσουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε να γίνουμε. Ας δούμε, λοιπόν, κάποτε τους Ελληνες να εξαγνίζονται μόνοι τους από τα αμαρτήματά τους.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι ομ. καθηγητής

Πολιτισμού και Επικοινωνίας του ΕΚΠΑ

Related Posts