


Το μέλλον της πολιτικής Συνοχής διακυβεύεται καθώς η Ευρώπη πιέζεται να αποκτήσει περισσότερες πολιτικές που χρειάζονται χρηματοδότηση, δηλώνει στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Αντρές Ροντρίγκες – Πόσε, καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας στην LSE και πρόεδρος της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου για το μέλλον της πολιτικής Συνοχής. Κατά τον επικεφαλής της ομάδας, είναι σημαντικό η νέα πολιτική – για την οποία θα μιλήσει σε συνέδριο στις Βρυξέλλες την επόμενη εβδομάδα – να μην περιορίζεται μόνο στην άμβλυνση των ανισοτήτων της ΕΕ, αλλά να ενισχύει την ανάπτυξη και σε περιοχές με στασιμότητα ή ύφεση. Με βάση τις προτεινόμενες αλλαγές, που θα δοθούν στους αρμοδίους τον Απρίλιο, η Ελλάδα θα παραμείνει ανάμεσα στους μεγαλύτερους δικαιούχους.
«Η πολιτική Συνοχής σήμερα δεν θεωρείται πολιτική ανάπτυξης. Χρειάζεται να γίνει όχι μόνο η πολιτική που μειώνει τις ανισότητες, αλλά και που ενισχύει την ανάπτυξη σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, καθώς και σε περιοχές που υποφέρουν για πολύ καιρό από οικονομική στασιμότητα ή βρίσκονται σε ύφεση. Να γίνει πολιτική ανάπτυξης που αξιοποιεί τις αναξιοποίητες δυνατότητες, έχει κοινωνικό στόχο και διασφαλίζει ότι κανείς και κανένα μέρος δεν θα υστερούν», λέει ο ισπανός καθηγητής της LSE για μία από τις δύο μεγαλύτερες πολιτικές της ΕΕ, η οποία απορροφά περίπου το ένα τρίτο του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Αντιστοιχεί δηλαδή στο ένα τρίτο του 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ.
Ενισχύσεις. «Η πολιτική Συνοχής είναι μικρή σε σχέση με τα χρήματα που διαθέτουν τα κράτη – μέλη για ενισχύσεις οικονομικής πολιτικής. Στην Ευρώπη είχαμε σύγκλιση τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά κυρίως διότι οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έχουν πάει καλά. Σε όλα τα κράτη – μέλη, με κάποιες εξαιρέσεις, υπάρχει απόκλιση εσωτερικά. Η οικονομική δραστηριότητα έχει συγκεντρωθεί στις πρωτεύουσες. Αυτό έχει δημιουργήσει ένα σοβαρό οικονομικό πρόβλημα. Οι πόλεις παράγουν το ένα τρίτο του πλούτου μας, ενώ τα δύο τρίτα παράγονται αλλού. Ετσι, πολλές περιοχές είναι εκτός προσοχής και έχουν αποθαρρυνθεί από το να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους και γίνονται οικονομίες που χρειάζονται στήριξη. Επιπλέον, έχουν δημιουργηθεί θύλακοι στασιμότητας και περιοχές που δεν είναι σε αναπτυξιακή τροχιά. Στην Ελλάδα γνωρίζουμε τις επιπτώσεις της κρίσης. Σχεδόν σε όλη την Ιταλία, στις περισσότερες περιοχές της Γαλλίας και στις περισσότερες χώρες έχουμε τέτοιους θυλάκους στασιμότητας. Είναι περιοχές που δεν προσελκύουν την προσοχή ούτε εθνικών ούτε ευρωπαϊκών πολιτικών», επισημαίνει ο Α. Ροντρίγκες – Πόσε.
Τρεις παρεμβάσεις. Τι αλλαγές προβλέπονται; «Θα υπάρχουν τρεις παρεμβάσεις. Πρώτον, η πολιτική θα αφορά λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, που είναι και οι κύριοι δικαιούχοι σήμερα. Δεύτερον, θα υπάρξει η δυναμική διάσταση για τις περιοχές που βρίσκονται σε παγίδα υπανάπτυξης. Τρίτον, θα εμπίπτουν οι περιοχές όπου υπάρχουν έλλειψη ευκαιριών, θύλακοι φτώχειας και κοινωνικοί αποκλεισμοί», μας λέει. Τι σημαίνουν οι προτάσεις αυτές για την Ελλάδα; «Η Ελλάδα θα βρεθεί στην καρδιά των δύο πρώτων παρεμβάσεων. Σχεδόν ολόκληρη, με μερικές εξαιρέσεις, θα εμπίπτει στην πρώτη. Ολη η Ελλάδα θα βρίσκεται στη δεύτερη, όπως και άλλες, πολλές περιοχές της Νότιας Ευρώπης. Αλλά και όσον αφορά την τρίτη η Ελλάδα θα έχει επίσης το μερίδιο που της αναλογεί», απαντά.
«Η πολιτική Συνοχής διακυβεύεται αυτή τη στιγμή, γιατί υπάρχει πολλή πίεση για να τρέξουν άλλες πολιτικές. Το NextGenerationEU και το RRF είναι θεωρητικά προσωρινά. Αν όμως γίνουν μόνιμα, θα έχουμε άλλο ένα μεγάλο εργαλείο. Υπάρχει πίεση να υπάρξει μια αμυντική πολιτική, που θα σημαίνει επενδύσεις σε άμυνα. Υπάρχει επίσης πίεση για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και μπορεί να έχουμε ένα ταμείο για την ανταγωνιστικότητα, καθώς και πίεση να αυξηθούν τα χρήματα για έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία. Αν ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός δεν αυξηθεί, και ρεαλιστικά δεν θα αυξηθεί πολύ, τα χρήματα θα πρέπει να πάνε προς όλες αυτές τις κατευθύνσεις. Επιπλέον έχουμε την πράσινη, την ψηφιακή και τη δημογραφική μετάβαση. Θα ασκηθεί πίεση και θα υπάρξει ανακατανομή των πόρων, που θα είναι αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων», λέει. Στο πλαίσιο αυτό ο συνομιλητής μας θέτει το ερώτημα «σε ποιο βαθμό η πολιτική Συνοχής συμβάλλει στους στόχους της ΕΕ και στηρίζει τις άλλες πολιτικές. Αν υπάρχουν χρήματα για ανταγωνιστικότητα, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα καταλήξουν στην Ελλάδα ή την Ισπανία. Θα κατευθυνθούν σε χώρες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της επιστημονικής γνώσης. Στην πράσινη μετάβαση θα ανοίξουν πολλές θέσεις εργασίας, αλλά θα είναι υψηλού επιπέδου, αφήνοντας εκτός τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, που είναι οι πιο ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή. Οπότε θα πρέπει να τεθεί θέμα εδαφοποίησης της πολιτικής. Ξέρουμε ποιες περιοχές θα επηρεαστούν από την κλιματική αλλαγή, όπως τα ελληνικά νησιά που στηρίζονται στον τουρισμό, ο οποίος μπορεί να μεταφερθεί σε άλλες περιοχές. Υπάρχει ανάγκη να υπάρξουν συνέργειες μεταξύ της πολιτικής Συνοχής και όλων των άλλων πολιτικών, διότι αν τα οφέλη της πράσινης μετάβασης, για παράδειγμα, πάνε σε περιοχές που είναι ήδη ευημερούσες και περιοχές που ήδη οπισθοδρομούν επιβαρυνθούν, οι κάτοικοί τους θα δώσουν την ψήφο τους στους αρνητές της κλιματικής αλλαγής. Κάθε πολιτική της ΕΕ έχει περιφερειακή διάσταση και η πολιτική Συνοχής μπορεί να παίξει εδώ θεμελιώδη ρόλο. Υλοποιούμε πολλές φορές πολιτικές χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ποιος θα επωφεληθεί και ποιος θα επιβαρυνθεί».
Αυτονομία. Ο καθηγητής στην LSE αφήνει να υπονοηθεί ότι θα πρέπει να υπάρξουν και αλλαγές όσον αφορά τις προϋποθέσεις που συνοδεύουν τα προγράμματα Συνοχής. «Υπάρχουν προϋποθέσεις που καθιστούν πολύ δύσκολο να τρέξουν τα προγράμματα με μεγαλύτερη αυτονομία και καθιστούν δύσκολη τη βελτίωση της διακυβέρνησης. Δεν επιτρέπουν σε τοπικούς παράγοντες να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα με τρόπο που είναι πιο ωφέλιμος για την περιοχή και επηρεάζουν την πολιτική». Ο Α. Ροντρίγκες – Πόσε επισημαίνει επίσης ότι «τώρα το ερώτημα που θέτουμε είναι «πόσα χρήματα μπορείτε να αξιοποιήσετε». Το σωστό ερώτημα είναι «πόσο καλά και βιώσιμα μπορείτε να αξιοποιήσετε τα κονδύλια»». Σχετικά με τη διεύρυνση εκτιμά ότι «θα πρέπει να υπάρχει πολιτική Συνοχής μετά τη διεύρυνση, η οποία θα γίνει με χώρες που είναι φτωχότερες από τις πιο φτωχές ευρωπαϊκές περιοχές. Το πρόβλημα είναι ότι με προϋπολογισμό 1% του ΑΕΠ δεν μπορεί να καλυφθούν όλες οι ανάγκες. Στην Ουκρανία η συμμετοχή της Ευρώπης στην ανασυγκρότηση δεν μπορεί να γίνει μέσω συνηθισμένων καναλιών, το κόστος κινείται σε επίπεδο ενός σχεδίου Μάρσαλ».