

Μπορούμε, λέει, να αλλάζουμε τους στίχους των τραγουδιών; Η πραγματικότητα λέει ότι μια χαρά μπορούμε και όχι για λόγους πολιτικής αλλά «προσωπικής ορθότητας». Ή ιδεολογικής. Λόγω της οποίας, για παράδειγμα, έχει αλλάξει ο στίχος σε ένα από τα πιο δημοφιλή τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, το «Γελαστό παιδί». Το ποίημα του Μπρένταν Μπίαν που μετέφρασε ο Βασίλης Ρώτας για την παράσταση του 1962 «Ενας όμηρος», σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά, αναφέρεται στον θάνατο του Μάικλ Κόλινς (Οκτώβριος 1890 – Αύγουστος 1922), ηγέτη του IRA και πρωτεργάτη της συνθήκης για την ίδρυση ανεξάρτητου ιρλανδικού κράτους που δολοφονήθηκε από σκληροπυρηνικούς συντρόφους του οι οποίοι ήταν αντίθετοι σε αυτήν τη συνθήκη.
Οι αρχικοί στίχοι το έλεγαν ξεκάθαρα: «Ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή / Σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί». Και η επιβεβαίωση έρχεται στο επόμενο τετράστιχο: «Μόνο να ‘ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι / Και μόνον από βόλι Εγγλέζου να ‘χε πάει / Κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή / Θα ‘ταν τιμή μου που ‘χασα το γελαστό παιδί». Οταν όμως το τραγούδι πέρασε στα χείλη του κόσμου, εκτιμήθηκε ότι η συλλογική συνείδηση δεν θα άντεχε το ξεμπρόστιασμα των «ενδοοικογενειακών συγκρούσεων», και έτσι οι «δικοί μας», έγινε οι «εχθροί μας». Και μετά τη χούντα, οι «φασίστες». Κι ας έμενε ξεκρέμαστο το επόμενο τετράστιχο.
Ο θόρυβος που σηκώθηκε για τον αν έπρεπε ή όχι η Αλκηστη Πρωτοψάλτη να απαλείψει τη λέξη «χοντρή» από το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη «Αδωνις», είναι αποτέλεσμα μιντιακής διαχείρισης αφού έτσι το τραγουδάει εδώ και τρία χρόνια. Γιατί; Διότι έτσι θέλει. Αυτό της λέει η συνείδησή της αφού, υποθέτω, ότι ξέρει πως αναφέρεται σε έναν πασίγνωστο άνδρα και έχει χλευαστική αν και, κατά κάποιον τρόπο, τρυφερή, συγχρόνως, διάθεση. Αλλά αυτά τα, ας τα πούμε backstage δεν φτάνουν έως τον ακροατή. Ο οποίος, εικονογραφικά και μετά από περισσότερα από σαράντα χρόνια από τότε που γράφτηκε το τραγούδι, «βλέπει» μία χοντρή, στρεσαρισμένη, νευρικιά. Με το «χοντρή» να καθορίζει την τελική εικόνα. Ε, αυτό φαίνεται ότι χτύπησε καμπανάκι στην Πρωτοψάλτη και είναι δικαίωμά της. Διότι δεν παίζουν ρόλο μόνο οι λέξεις σε ένα στίχο αλλά και το νόημα που στη συγκεκριμένη συνθήκη αποδίδουν. Εδώ η «χοντρή» δεν είναι η «Χοντρομπαλού» του Σταύρου Ξαρχάκου που, σε στίχους Νίκου Γκάτσου, τραγουδούσε η Δέσπω Διαμαντίδου. Ούτε η άλλη στο διασκευασμένο τραγούδι της Κατοχής που έλεγε: «Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ».
Το πρόβλημα με τη λογοκρισία της πολιτικής ορθότητας είναι όταν επιβάλλεται. Και όταν γίνεται για συγκεκριμένους σκοπούς από συγκεκριμένους κύκλους. Οχι όταν η παρέμβαση γίνεται από τον συνδημιουργό ενός τραγουδιού (και ο ερμηνευτής, μετά από σαράντα χρόνια που το τραγουδάει είναι και συνδημιουργός) για λόγους προσωπικής συνείδησης. Και στην προκειμένη περίπτωση, φρονώ ότι διογκώθηκε για να ρίξει λάδι στη φωτιά της κόντρας μεταξύ Πρωτοψάλτη και Κραουνάκη που έχει ανάψει από τότε που η ερμηνεύτρια έκανε, εν μέσω λόκνταουν, εκείνη τη συναυλία πάνω σε φορτηγό του Δήμου Αθηναίων.
Ο συνθέτης και στιχουργός δεν «τσίμπησε» – άλλωστε ο ίδιος, στο παρελθόν, έχει αλλάξει τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού, από την άλλη άκρη όμως, αναφέροντας τα εσώρουχα της Ευγενίας Μανωλίδου. Ολα τα υπόλοιπα έχουν σαφείς στόχους και ακόμη σαφέστερες προθέσεις. Διότι όταν ο «ανιματέρ της αντιπολίτευσης» Χριστόφορος Ζαραλίκος αναρωτιέται γιατί πείραξε την τραγουδίστρια η λέξη «χοντρή» και όχι η λέξη «Αδωνις», αναρωτιέσαι κι εσύ από πότε, στην ελληνική γλώσσα, το «Αδωνις» είναι πιο προσβλητικό από το «τεκνό» ή το «φρικιό». Αν θέλουμε δηλαδή να μιλάμε για πολιτική και όχι κομματική ορθότητα.