Το 2002, στη διάρκεια μιας επίσκεψής του στη Ραμάλα, ο νομπελίστας Πορτογάλος συγγραφέας Ζοζέ Σαραµάγκου συνέκρινε τις συνθήκες διαβίωσης των Παλαιστινίων στη Δυτική Οχθη με την εξόντωση των Εβραίων στο Αουσβιτς. Αυτή η ασυνήθιστη παρατήρηση προκάλεσε αντιδράσεις σε διεθνές επίπεδο, όμως ο Σαραµάγκου ισχυρίστηκε πως ως διανοούμενος ήταν καθήκον του να «κάνει συναισθηματικές συγκρίσεις οι οποίες θα προκαλούσαν σοκ στους ανθρώπους και θα τους ανάγκαζαν να καταλάβουν».

Ο Σαραμάγκου δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο πρώτος (και σίγουρα δεν θα είναι ο τελευταίος) που θα επικαλεστεί την προσπάθεια της ναζιστικής Γερμανίας να εξοντώσει τον εβραϊκό λαό προκειμένου να καταδικάσει τις ενέργειες του εβραϊκού κράτους.

Καθένας, όμως, από αυτούς τους ισχυρισμούς είναι παράλογος. Ενώ η ιστορία είναι γεμάτη από μαζικά εγκλήματα, η προσπάθεια των Ναζί να εξοντώσουν ένα ολόκληρο λαό, με βάση μια γκροτέσκα ρατσιστική ιδεολογία, δεν έχει ανάλογο. Η σύγκρισή της με άλλες μορφές βίας δεν είναι απλώς λανθασμένη, αλλά και καταστρεπτική. Τέτοιου είδους συγκρίσεις δε, μειώνουν αδιακρίτως τη σημασία των φρικαλεοτήτων που διαπράχθηκαν κατά των Εβραίων στη διάρκεια των δεκαετιών του ’30 και του ’40, εμποδίζοντάς μας να κατανοήσουμε τα γεγονότα που συμβαίνουν σήμερα.

Κι όμως, παρόμοιες αναλογίες με το Ολοκαύτωμα αξιοποιούνται για να περιγραφούν όσα τραγικά συμβαίνουν στη Γάζα. Σε κοινή συνέντευξή του με τον καγκελάριο της Γερμανίας, Ολαφ Σολτς, ο ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου, περιέγραψε τη Χαμάς ως τους «νέους Ναζί». Σημείωσε δε ότι «η βαρβαρότητα της οποίας γίναμε μάρτυρες, με δράστες τους δολοφόνους της Χαμάς που εισήλθαν από τη Γάζα, ισοδυναμεί με τα χειρότερα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί κατά των Εβραίων μετά το Ολοκαύτωμα».

Αναμφίβολα, τα σχόλιά του αντικατοπτρίζουν την άποψη πολλών Ισραηλινών. Ακουσα, για παράδειγμα, έναν επικριτή του Νετανιάχου να λέει ότι η σημερινή κατάσταση μοιάζει με εκείνη του 1940 και ο πόλεμος κατά της Χαμάς είναι ένας «πόλεμος κατά του κακού» που πρέπει να κερδηθεί με την πλήρη εξάλειψη του εχθρού. Ωστόσο, η κλίμακα της σφαγής περισσότερων των 1.400 Ισραηλινών στις 7 Οκτωβρίου μπορεί περισσότερο να συγκριθεί με ένα βίαιο πογκρόμ παρά με τη σχεδόν ολοκληρωτική εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης.

Βεβαίως, ήταν απολύτως φυσιολογικό το γεγονός ότι οι Ισραηλινοί υπέστησαν βαθύ σοκ από την άγρια επίθεση της Χαμάς. Το πρωταρχικό κίνητρο του ισραηλινού κατεστημένου ήταν, άλλωστε, να δημιουργήσει έναν ασφαλή παράδεισο για τους Εβραίους και να προσφέρει ασφάλεια σε μια μειονότητα η οποία είχε αντιμετωπίσει διώξεις επί αιώνες. Η εγγύηση της ασφάλειας των Εβραίων από κάθε προσπάθεια να σφαγιαστούν βρισκόταν και στον πυρήνα του μηνύματος που εξέπεμπε ο Νετανιάχου. Η παρουσίαση του Ισραήλ ως ενός φρουρίου που θα προστατεύει από ένα δεύτερο Ολοκαύτωμα ήταν κάτι που ενστερνίστηκαν γενιές ηγετών της χώρας.

Το ότι οι Παλαιστίνιοι αναγκάστηκαν να υποφέρουν από τη φιλοδοξία των Εβραίων να αισθάνονται ασφαλείς στο δικό τους κράτος αποτελεί μια τραγωδία την οποία είχε δει να έρχεται από το 1919 ο Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν, ιδρυτής του σύγχρονο κράτους του Ισραήλ. Μόλις δύο χρόνια αφότου η κυβέρνηση της Βρετανίας ανακοίνωσε τη στήριξή της σε «μια εθνική πατρίδα για τον εβραϊκό λαό» στην Παλαιστίνη, ο Μπεν-Γκουριόν σημείωσε τα εξής: «Δεν υπάρχει λύση. Εμείς θέλουμε η Παλαιστίνη να είναι δική μας ως χώρα. Οι Αραβες θέλουν να είναι δική τους – ως χώρα επίσης. Δεν γνωρίζω τι θα έκανε έναν Αραβα να συμφωνήσει ώστε να ανήκει η Παλαιστίνη στους Εβραίους».

Από τότε, έχει μεσολαβήσει πολλή βία, λανθασμένοι υπολογισμοί και κακοπιστία και από τις δύο πλευρές. Οπως έκανε και ο Μπεν-Γκουριόν πριν από αυτόν, ο Νετανιάχου πιστεύει πως η διαμάχη αυτή δεν μπορεί να επιλυθεί, απλώς να ελεγχθεί. Μέσω της πρόκλησης πολιτικών ρηγμάτων στις τάξεις των Παλαιστινίων, της επέκτασης των εβραϊκών οικισμών στη Δυτική Οχθη και την εξαπόλυση κατά καιρούς στρατιωτικών επιθέσεων στη Γάζα, ο Νετανιάχου πίστευε πως θα μπορούσε να διατηρήσει υπό έλεγχο τους Παλαιστίνιους και να εγγυηθεί την ασφάλεια του Ισραήλ. Αν και αυτή η στρατηγική έχει αποτύχει παταγωδώς, οι παραλληλισμοί ανάμεσα στις ενέργειες της ισραηλινής κυβέρνησης και εκείνες της ναζιστικής Γερμανίας είναι τόσο ψευδείς όσο και, σχεδόν πάντα, αντισημιτικοί.

Την ίδια στιγμή, η εμμονή των ηγετών του Ισραήλ να περιγράφουν τον πόλεμο κατά της Χαμάς ως μια υπαρξιακή σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και το κακό θα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Το κακό είναι μια έννοια η οποία παραπέμπει στη μεταφυσική, όχι την πολιτική. Οπως το είχε θέσει ο Μπεν-Γκουριόν, η διαμάχη Ισραηλινών – Παλαιστινίων αφορά πρωτίστως τη γη και την κυριαρχία επ’ αυτής. Ως τέτοια δε, απαιτεί μια πολιτική λύση.

Ομως, όσο οι ηγέτες του Ισραήλ βλέπουν τις πύλες του Αουσβιτς πίσω από κάθε περιστατικό εχθρικής πράξης από την πλευρά των Παλαιστινίων, δεν πρόκειται να υπάρξει καμία λύση. Το μόνο που θα λειτουργήσει είναι απόλυτη επιβολή πάνω τους.

Το ίδιο ισχύει και για τους Παλαιστίνιους. Οσο οι Ισραηλινοί αντιμετωπίζονται ως διαβολικοί «έποικοι – αποικιοκράτες» και συγκρίνονται με τους Ναζί, φρικιαστικές τρομοκρατικές επιθέσεις όπως αυτή της 7ης Οκτωβρίου θα επευφημούνται ως γενναίες και αναγκαίες πράξεις αντίστασης. Οπως έχουν τα πράγματα σήμερα, μια πολιτική λύση μοιάζει να απέχει πολύ, δεδομένου του τραυματικού κύκλου της τρομοκρατικής βίας και της βάναυσης εκδίκησης. Στην περίπτωση ενός πολέμου κατά του κακού, όμως, μια τέτοια λύση θα είναι αδύνατη.

Ο Ιαν Μπορούμα είναι ολλανδός συγγραφέας και ιστορικός. Είναι καθηγητής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημοσιογραφίας στο Κολέγιο Μπαρντ στη Νέα Υόρκη. Βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Θύραθεν

Related Posts